μοιχοελέγκτης: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_15)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιχοελέγκτης''': ὁ, ὁ τοὺς μοιχοὺς ἐλέγχων, Θ. Στουδ. σελ. 242.
|lstext='''μοιχοελέγκτης''': ὁ, ὁ τοὺς μοιχοὺς ἐλέγχων, Θ. Στουδ. σελ. 242.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοιχοελέγκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που ελέγχει το [[έγκλημα]] της μοιχείας ή τους μοιχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐλεγκτής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μοιχοελέγκτης: ὁ, ὁ τοὺς μοιχοὺς ἐλέγχων, Θ. Στουδ. σελ. 242.

Greek Monolingual

μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ)
αυτός που ελέγχει το έγκλημα της μοιχείας ή τους μοιχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής].