ἐρίτμητος: Difference between revisions

14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίτμητος''': -ον, [[καλῶς]] κεκομμένος, ἐριτμήτοισιν ἱμᾶσι Ὀππ. Κυν. 4. 106.
|lstext='''ἐρίτμητος''': -ον, [[καλῶς]] κεκομμένος, ἐριτμήτοισιν ἱμᾶσι Ὀππ. Κυν. 4. 106.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίτμητος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοπεί καλά («ἐρίτμητοι ἱμάντες», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]])].
}}
}}