3,273,773
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠπήμων''': -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, [[ὀλέθριος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον [[πολυπήμων]], Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49. | |lstext='''πολῠπήμων''': -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, [[ὀλέθριος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον [[πολυπήμων]], Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui cause de grands maux;<br /><b>2</b> qui souffre beaucoup.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πῆμα]]. | |||
}} | }} |