ἀπαράβατος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράβατος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, [[ὅθεν]] ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[ἀμετάβλητος]], Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1.
|lstext='''ἀπαράβατος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, [[ὅθεν]] ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[ἀμετάβλητος]], Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne doit pas transgresser.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραβαίνω]].
}}
}}