3,274,175
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράβατος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, [[ὅθεν]] ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[ἀμετάβλητος]], Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1. | |lstext='''ἀπαράβατος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, [[ὅθεν]] ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, [[ἀμετάβλητος]], Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne doit pas transgresser.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραβαίνω]]. | |||
}} | }} |