ἀδίδακτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδίδακτος''': -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, [[ἀμαθής]]. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ [[αὐτοδίδακτος]]· ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως [[δῶρον]], Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. [[δρᾶμα]], [[ὅπερ]] [[εἰσέτι]] δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε [[διδάσκω]] III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.
|lstext='''ἀδίδακτος''': -ον, ὁ μὴ διδαχθείς, [[ἀμαθής]]. Ψευδο-Φωκυλ. 83· μ. γεν., ἀδ. ἐρώτων, Ἀνθ. II. 5, 122, πρβλ. Ἱππ. 382. 34. 2) ὁ μὴ δεδιδαγμένος, μὴ ἠσκημένος, ἐπὶ χοροῦ, Δημ. 520. 13. II. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μὴ διδασκόμενα ἢ δεδιδαγμένα, ἀλλ’ ἐμφύτως γιγνωσκόμενα, ὡς τὸ [[αὐτοδίδακτος]]· ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] καὶ ἀδ., Πλούτ. 2. 968C, σύνεσίν τε πολιτικὴν … τὴν μὲν ἀδίδακτόν τι τῆς φύσεως [[δῶρον]], Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 34. 2) ἀδ. [[δρᾶμα]], [[ὅπερ]] [[εἰσέτι]] δὲν ἐδιδάχθη, δὲν παρεστάθη, (ἴδε [[διδάσκω]] III.), Ἀθ. 270A. III. Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] διδασκαλίας. Πλούτ. 2. 673F, καὶ ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> ignorant;<br /><b>2</b> qui ne s’enseigne pas, qu’on sait naturellement.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διδάσκω]].
}}
}}