καταλύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλύω''': μέλλ.-λύσω (καὶ Δωρ. καταλυσῶ, Ἐπιγρ.)― Παθ., μέλλ. -λῠθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 714C, Δημ. 991. 11 (ἴδε κατωτ. Ι. 2. α): πρκμ.-λέλῠμαι Θουκ. 6. 36. Λύω τι ἐντελῶς καὶ [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]], πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Ἰλ. Β. 117., Ι. 24· τείχη, πόλιν Εὐρ. Τρῳ. 819, 1080· κ. γέφυραν, [[διαλύω]], [[καταστρέφω]], Ἡρῳδιαν. 8. 4. 2)ἐπὶ πολιτικῶν συστημάτων κ.τ.τ., [[καταστρέφω]], καταργῶ, κ. [[ἀρχήν]], βασιληΐην, ἰσοκρατίας Ἡρόδ. 1. 53, 54., 5. 92, 1· Διὸς τὴν δύναμιν· Ἀριστοφ. Πλ. 141· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ. συγγραφ., κ. τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 453, Θουκ. 3. 81· τὴν δημοκρατίαν Ἀριστοφ. Πλ. 948, (ἀντίθ., συνιστάναι) τὴν ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 8, 48, πρβλ. Ἀνδοκ. 12. 42, Λυσ. 130. 10· τὸ [[πλῆθος]] ὁ αὐτὸς 131. 12· τὴν πολιτείαν Δημ. 289. 11· [[ὅπως]] ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυθήσεται Πλάτ. Νόμ. 4. 714· (ἡ [[πολιτεία]] συνέστηκε) [[αὐτόθι]] 7, 817· κατελύθησαν δημοκρατίαι καὶ (μετ’ ὀλίγον) ἀνῄρηνται Ξεν. Κύρ. ἐν ἀρχῇ· λέγεται δέ, [[καταλύω]] τὴν [[ἀρχήν]] σου, τὴν σὴν [[ἀρχήν]], καί, σε τῆς ἀρχῆς, καί, ἀναιρεῖν τὰς πολιτείας Ἰσοκρ. 8. 99· Παθητ., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 6· Μέσ. μέλλ. ὡς παθ., καταλύσεται… ἡ ἀρχὴ (Κόβητος καταλελύσεται) Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 30. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[καταβάλλω]], [[ἀπολύω]], καθαιρῶ, κ. τύραννον Θουκ. 1.17, (ἀντίθετ. τυράννους καθιστάναι Ἰσοκρ. 8. 99) κτλ.· κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 8. 5, 24.― Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, ἀφοῦ καθῃρέθησαν ἢ ἀπελύθησαν, Ἡρόδ. 6. 43· καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1. 104., 6. 9· πρὶν τὸν χρόνον τῆς ἀρχῆς σφίσιν ἐξήκειν κατελύοντο Δίων Κ. 36, 26. γ) [[διαλύω]], [[ἀπολύω]], «ἀφίνω» σῶμά τι πολιτικὸν ἢ στρατιωτικόν, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον ὁ αὐτὸς 5. 72., 7. 16, 2· κ. τὸ [[κράτος]] τῆς βουλῆς Πλουτ. Περικλ. 7· τῶν [[πόλεων]] τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς Θουκ. 2. 15· τὸ ναυτικὸν Δημ. 260. 10, ἀντίθ., συστήσασθαι δύναμιν Πολύβ. 4. 60, 2. δ) καταργῶ νόμους, ἔθιμα, κτλ., Ἰσοκρ. 129Ε, 130Α, Πολύβ. 3. 8, 2· [[ὡσαύτως]], κ. τὸν ἱππέα, τὸν [[κάμνω]] ἄχρηστον, Ξεν. Ἱππ. 12, 5. ε) τὴν φυλακὴν κ., παραμελῶ τὴν φυλακήν, Ἀριστοφ. Σφ. 2, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 762C, Δείναρχ. 104. 29 (ἀντίθετ. τοῦ φυλάττειν), ἵνα φυλάττωσι καὶ μὴ καταλύωσιν [[ὥσπερ]] νυκτερινὴν φυλακὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8. ζ) κ. τὴν τριηραρχίαν, [[καταπαύω]] ἢ παραμελῶ, Ἰσοκρ. 382Β. 3) τελευτῶ, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, καταλύειν τὴν δόξαν ἐν ἑαυτῷ, θέτω [[τέρμα]] εἰς τὴν δόξαν ἐν ἑμαυτῷ, Δημ. 150. 27, πρβλ. Ἰσοκρ. 269Ε, 274D· κ. τὸ [[πλεῖν]], τὴν ἄροσιν Δημ. 893. 23, Αἰλ. π. Ζ. 13. 1· καταλύεσθαι τὰς θυσίας, τὰ γυμνάσια, Λυσ. 184. 34, Ἀνδοκ. 34. 17· καταλύεσθαι τὸν λόγον [[περί]] τι Αἰσχίν., ἀντίθ., συστήσασθαι λόγον, Πολύβ. 3, 50, 44. ἐν τέλ.·― καταλῦσαι τὸν βίον, θανεῖν, Ξεν. Ἀπολ. 7· κ. βίοτον ἐς Ἅιδαν Εὐρ. Ἱκέτ. 1004· καὶ οἱ μεθ’ Ὅμηρον τὸ θανεῖν καταλῦσαι τὸν βίον λέγουσιν Εὐστ.· καὶ ἀπολύτ., καταλύειν, ἀποθνήσκειν· οἱ καταλύσαντες, οἱ ἀπελθόντες, οἱ τεθνηκότες, Γρηγόρ.· ὥρα κ., ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ [[ἀποθνήσκω]], [[ἀλλά]], [[πύκτης]] ὢν κατέλυσε Ἀνθ. Π. 11. 161· ἔπαυσε τὸ πυκτεύειν ὡς ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. 593· ἀθλητὰς καταλύσαντας ἄσκησιν· ὁμοίως καταλύειν τὴν τέχνην·― ἐν τῷ καταλύειν, εἰς τὸ [[τέλος]], Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 3. β) κ. τὴν εἰρήνην, [[παραβαίνω]], καταργῶ, καταπατῶ, Αἰσχίν. 61. 23. [[ἀλλά]], γ) συνηθέστερον, κ. τὸν πόλεμον, τελειώνω τὸν πόλεμον, [[κάμνω]] εἰρήνην, Ἀριστοφ. Λυσ. 112, Θουκ. 7. 31· [[οὔτε]] ἀνελέσθαι πόλεμον, [[οὔτε]] καταλῦσαι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 27, κτλ.· καὶ ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν πόλεμον) καταλύειν τινί, [[εἰρηνεύω]] μετά τινος,) (ἀντίθ., συστήσασθαι πόλεμον Πολύβ. 2, 13, 3), Θουκ. 5. 23· [[πρός]] τινα 8. 58· ― συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Ἡρόδ. 7. 146· τὸν πόλεμον Ἀνδοκ. 35. 32, Θουκ. 6. 36· χρὴ ἄρχεσθαι τοῦ πολέμου ὡς σχολαίτατα, [[ὅταν]] δὲ γένηται, καταλύεσθαι ὡς τάχιστα Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· στάσιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· καί, ἀπολ., [[εἰρηνεύω]], [[κάμνω]] εἰρήνην, τινι μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, Θουκ. 1. 81., 4. 18, κτλ.· καταλύεσθαί τινι, συνεννοοῦμαι μετά τινος, [[κάμνω]] εἰρήνην, Ἡρόδ. 9. 11, κτλ. 4. Παθ., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας, ἐν τῇ παρακμῇ τῆς ζωῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 10. ΙΙ. λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ, «ξεζεύγω», καταλύσομεν ἵππους Ὀδ. Δ. 28· τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀδελφεοῦ κ., [[καταβιβάζω]] τι ἀπὸ τοῦ τοίχου ἐφ’ οὗ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· «καταλῦσαι· τὸν ἀπαγξάμενον καθελεῖν» Φώτ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., καταβιβάζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ κρέμαμαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246. 2) ἀμετάβ., [[μένω]], [[διαμένω]], παρ’ ἐμοὶ καταλύει, [[εἶναι]] [[ξένος]] μου, ξενίζεται παρ’ ἐμοί, Πλάτ. Γοργ. 447Β, πρβλ. Πρωτ. 311Α, 315D, Δημ. 252. 24· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τῆς ἐμπροθ. αἰτιατ., κ. [[παρά]] τινα, ἀφίνω τὴν ὁδὸν καὶ [[ὑπάγω]] εἰς τὴν οἰκίαν τινός, [[ὑπάγω]] καὶ [[μένω]] παρ’ αὐτῷ, Θουκ. 1. 136· οὕτω, κ. εἰς [[πανδοχεῖον]] Αἰσχ. 41. 4· [[Μεγαροῖ]] Πλάτ. Θεαίτ. 142C· (συχνότερον ἡ σημασ. αὕτη παρὰ μεταγενεστ., διὸ ὁ Μοῖρις προτιμᾷ τὸ κατάγεσθαι)· ἀπολ., ἀναπαύομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θανάτῳ καταλυσαίμαν, [[εἴθε]] νὰ ἀναπαυθῶ διὰ τοῦ θανάτου, Εὐρ. Μήδ. 146· πρβλ. [[κατάλυσις]] ΙΙ, [[κατάλυμα]]. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 295, [[ἔνθα]] περὶ τῆς συγχύσεως ἐν τοῖς χειρογράφοις τοῦ καταΛύειν, ―καταΔύειν, ―καταΛύεσθαι, ―καταΔύεσθαι κλπ.
|lstext='''καταλύω''': μέλλ.-λύσω (καὶ Δωρ. καταλυσῶ, Ἐπιγρ.)― Παθ., μέλλ. -λῠθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 714C, Δημ. 991. 11 (ἴδε κατωτ. Ι. 2. α): πρκμ.-λέλῠμαι Θουκ. 6. 36. Λύω τι ἐντελῶς καὶ [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]], [[καταστρέφω]], πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Ἰλ. Β. 117., Ι. 24· τείχη, πόλιν Εὐρ. Τρῳ. 819, 1080· κ. γέφυραν, [[διαλύω]], [[καταστρέφω]], Ἡρῳδιαν. 8. 4. 2)ἐπὶ πολιτικῶν συστημάτων κ.τ.τ., [[καταστρέφω]], καταργῶ, κ. [[ἀρχήν]], βασιληΐην, ἰσοκρατίας Ἡρόδ. 1. 53, 54., 5. 92, 1· Διὸς τὴν δύναμιν· Ἀριστοφ. Πλ. 141· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ. συγγραφ., κ. τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 453, Θουκ. 3. 81· τὴν δημοκρατίαν Ἀριστοφ. Πλ. 948, (ἀντίθ., συνιστάναι) τὴν ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 8, 48, πρβλ. Ἀνδοκ. 12. 42, Λυσ. 130. 10· τὸ [[πλῆθος]] ὁ αὐτὸς 131. 12· τὴν πολιτείαν Δημ. 289. 11· [[ὅπως]] ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυθήσεται Πλάτ. Νόμ. 4. 714· (ἡ [[πολιτεία]] συνέστηκε) [[αὐτόθι]] 7, 817· κατελύθησαν δημοκρατίαι καὶ (μετ’ ὀλίγον) ἀνῄρηνται Ξεν. Κύρ. ἐν ἀρχῇ· λέγεται δέ, [[καταλύω]] τὴν [[ἀρχήν]] σου, τὴν σὴν [[ἀρχήν]], καί, σε τῆς ἀρχῆς, καί, ἀναιρεῖν τὰς πολιτείας Ἰσοκρ. 8. 99· Παθητ., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 6· Μέσ. μέλλ. ὡς παθ., καταλύσεται… ἡ ἀρχὴ (Κόβητος καταλελύσεται) Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 30. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[καταβάλλω]], [[ἀπολύω]], καθαιρῶ, κ. τύραννον Θουκ. 1.17, (ἀντίθετ. τυράννους καθιστάναι Ἰσοκρ. 8. 99) κτλ.· κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 8. 5, 24.― Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, ἀφοῦ καθῃρέθησαν ἢ ἀπελύθησαν, Ἡρόδ. 6. 43· καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1. 104., 6. 9· πρὶν τὸν χρόνον τῆς ἀρχῆς σφίσιν ἐξήκειν κατελύοντο Δίων Κ. 36, 26. γ) [[διαλύω]], [[ἀπολύω]], «ἀφίνω» σῶμά τι πολιτικὸν ἢ στρατιωτικόν, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον ὁ αὐτὸς 5. 72., 7. 16, 2· κ. τὸ [[κράτος]] τῆς βουλῆς Πλουτ. Περικλ. 7· τῶν [[πόλεων]] τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς Θουκ. 2. 15· τὸ ναυτικὸν Δημ. 260. 10, ἀντίθ., συστήσασθαι δύναμιν Πολύβ. 4. 60, 2. δ) καταργῶ νόμους, ἔθιμα, κτλ., Ἰσοκρ. 129Ε, 130Α, Πολύβ. 3. 8, 2· [[ὡσαύτως]], κ. τὸν ἱππέα, τὸν [[κάμνω]] ἄχρηστον, Ξεν. Ἱππ. 12, 5. ε) τὴν φυλακὴν κ., παραμελῶ τὴν φυλακήν, Ἀριστοφ. Σφ. 2, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 762C, Δείναρχ. 104. 29 (ἀντίθετ. τοῦ φυλάττειν), ἵνα φυλάττωσι καὶ μὴ καταλύωσιν [[ὥσπερ]] νυκτερινὴν φυλακὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8. ζ) κ. τὴν τριηραρχίαν, [[καταπαύω]] ἢ παραμελῶ, Ἰσοκρ. 382Β. 3) τελευτῶ, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, καταλύειν τὴν δόξαν ἐν ἑαυτῷ, θέτω [[τέρμα]] εἰς τὴν δόξαν ἐν ἑμαυτῷ, Δημ. 150. 27, πρβλ. Ἰσοκρ. 269Ε, 274D· κ. τὸ [[πλεῖν]], τὴν ἄροσιν Δημ. 893. 23, Αἰλ. π. Ζ. 13. 1· καταλύεσθαι τὰς θυσίας, τὰ γυμνάσια, Λυσ. 184. 34, Ἀνδοκ. 34. 17· καταλύεσθαι τὸν λόγον [[περί]] τι Αἰσχίν., ἀντίθ., συστήσασθαι λόγον, Πολύβ. 3, 50, 44. ἐν τέλ.·― καταλῦσαι τὸν βίον, θανεῖν, Ξεν. Ἀπολ. 7· κ. βίοτον ἐς Ἅιδαν Εὐρ. Ἱκέτ. 1004· καὶ οἱ μεθ’ Ὅμηρον τὸ θανεῖν καταλῦσαι τὸν βίον λέγουσιν Εὐστ.· καὶ ἀπολύτ., καταλύειν, ἀποθνήσκειν· οἱ καταλύσαντες, οἱ ἀπελθόντες, οἱ τεθνηκότες, Γρηγόρ.· ὥρα κ., ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ [[ἀποθνήσκω]], [[ἀλλά]], [[πύκτης]] ὢν κατέλυσε Ἀνθ. Π. 11. 161· ἔπαυσε τὸ πυκτεύειν ὡς ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. 593· ἀθλητὰς καταλύσαντας ἄσκησιν· ὁμοίως καταλύειν τὴν τέχνην·― ἐν τῷ καταλύειν, εἰς τὸ [[τέλος]], Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 3. β) κ. τὴν εἰρήνην, [[παραβαίνω]], καταργῶ, καταπατῶ, Αἰσχίν. 61. 23. [[ἀλλά]], γ) συνηθέστερον, κ. τὸν πόλεμον, τελειώνω τὸν πόλεμον, [[κάμνω]] εἰρήνην, Ἀριστοφ. Λυσ. 112, Θουκ. 7. 31· [[οὔτε]] ἀνελέσθαι πόλεμον, [[οὔτε]] καταλῦσαι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 27, κτλ.· καὶ ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν πόλεμον) καταλύειν τινί, [[εἰρηνεύω]] μετά τινος,) (ἀντίθ., συστήσασθαι πόλεμον Πολύβ. 2, 13, 3), Θουκ. 5. 23· [[πρός]] τινα 8. 58· ― συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Ἡρόδ. 7. 146· τὸν πόλεμον Ἀνδοκ. 35. 32, Θουκ. 6. 36· χρὴ ἄρχεσθαι τοῦ πολέμου ὡς σχολαίτατα, [[ὅταν]] δὲ γένηται, καταλύεσθαι ὡς τάχιστα Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· στάσιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· καί, ἀπολ., [[εἰρηνεύω]], [[κάμνω]] εἰρήνην, τινι μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, Θουκ. 1. 81., 4. 18, κτλ.· καταλύεσθαί τινι, συνεννοοῦμαι μετά τινος, [[κάμνω]] εἰρήνην, Ἡρόδ. 9. 11, κτλ. 4. Παθ., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας, ἐν τῇ παρακμῇ τῆς ζωῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 10. ΙΙ. λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ, «ξεζεύγω», καταλύσομεν ἵππους Ὀδ. Δ. 28· τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἀδελφεοῦ κ., [[καταβιβάζω]] τι ἀπὸ τοῦ τοίχου ἐφ’ οὗ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· «καταλῦσαι· τὸν ἀπαγξάμενον καθελεῖν» Φώτ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., καταβιβάζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ κρέμαμαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246. 2) ἀμετάβ., [[μένω]], [[διαμένω]], παρ’ ἐμοὶ καταλύει, [[εἶναι]] [[ξένος]] μου, ξενίζεται παρ’ ἐμοί, Πλάτ. Γοργ. 447Β, πρβλ. Πρωτ. 311Α, 315D, Δημ. 252. 24· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τῆς ἐμπροθ. αἰτιατ., κ. [[παρά]] τινα, ἀφίνω τὴν ὁδὸν καὶ [[ὑπάγω]] εἰς τὴν οἰκίαν τινός, [[ὑπάγω]] καὶ [[μένω]] παρ’ αὐτῷ, Θουκ. 1. 136· οὕτω, κ. εἰς [[πανδοχεῖον]] Αἰσχ. 41. 4· [[Μεγαροῖ]] Πλάτ. Θεαίτ. 142C· (συχνότερον ἡ σημασ. αὕτη παρὰ μεταγενεστ., διὸ ὁ Μοῖρις προτιμᾷ τὸ κατάγεσθαι)· ἀπολ., ἀναπαύομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 2· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θανάτῳ καταλυσαίμαν, [[εἴθε]] νὰ ἀναπαυθῶ διὰ τοῦ θανάτου, Εὐρ. Μήδ. 146· πρβλ. [[κατάλυσις]] ΙΙ, [[κατάλυμα]]. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 295, [[ἔνθα]] περὶ τῆς συγχύσεως ἐν τοῖς χειρογράφοις τοῦ καταΛύειν, ―καταΔύειν, ―καταΛύεσθαι, ―καταΔύεσθαι κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> dissoudre :<br /><b>1</b> détruire, renverser, acc. : [[πολίων]] κάρηνα IL le faîte des villes ; <i>fig.</i> τὴν βουλήν HDT dissoudre, <i>càd</i> supprimer le conseil ; τινα τῆς ἀρχῆς XÉN renverser qqn du pouvoir;<br /><b>2</b> congédier, licencier (l’armée, la flotte);<br /><b>3</b> faire cesser, mettre fin à, terminer, acc. : τὸν βίον XÉN finir la vie ; πόλεμον XÉN <i>ou abs.</i> καταλύειν terminer une guerre, faire la paix ; <i>abs.</i> cesser son cours, prendre fin : ἡ παππῴα [[δόξα]] ἔν [[σοι]] καταλύει DÉM la gloire de tes aïeux finit avec toi ; (<i>s.e.</i> πόλεμον) cesser les hostilités, THC ; κ. τινι faire la paix avec qqn;<br /><b>II.</b> délier, dételer : ἵππους OD des chevaux ; descendre pour séjourner <i>ou</i> loger : [[εἰς]] παντοδοχεῖον PLUT dans une hôtellerie ; [[παρά]] τινα chez qqn ; [[παρά]] τινι loger chez qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταλύομαι;<br /><b>1</b> mettre fin à, cesser, terminer : τὸν πόλεμον XÉN les hostilités;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> finir les hostilités ; se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λύω]].
}}
}}