3,274,919
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰλᾰσίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (*[[τλάω]]) [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], ὑπομενητικός, [[ἀπτόητος]], ὑπό κεν ταλασίφρονά περ [[δέος]] εἷλεν, «καὶ τὸν [[πάνυ]] καρτερικὸν [[φόβος]] ἔλαβε» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 421· ὡς τὸ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπίθετον τοῦ Ὀδυσσέως, Λ. 466, Ἡσ. Θ. 1012, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδ.· ταλ. δμῶες Θεόκρ. 24. 50. | |lstext='''τᾰλᾰσίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (*[[τλάω]]) [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], ὑπομενητικός, [[ἀπτόητος]], ὑπό κεν ταλασίφρονά περ [[δέος]] εἷλεν, «καὶ τὸν [[πάνυ]] καρτερικὸν [[φόβος]] ἔλαβε» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 421· ὡς τὸ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπίθετον τοῦ Ὀδυσσέως, Λ. 466, Ἡσ. Θ. 1012, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδ.· ταλ. δμῶες Θεόκρ. 24. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l’âme courageuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |