ταραχοποιός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρᾰχοποιός''': -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.
|lstext='''τᾰρᾰχοποιός''': -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui cause du trouble.<br />'''Étymologie:''' [[τάραχος]], [[ποιέω]].
}}
}}