3,274,921
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακρεμάννυμι''': ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε [[κρεμάννυμι]]): - [[κρεμῶ]] τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς [[ἀνάθημα]], Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ [[Ἀθήναιον]] [[αὐτόθι]] 95· ἀν. τινά, [[ἀπαγχονίζω]] τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ [[ἀλλήλων]] τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· [[οὕτως]], ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3. | |lstext='''ἀνακρεμάννυμι''': ποιητ. ἀγκρ-: Παθ. -κρέμαμαι (ἴδε [[κρεμάννυμι]]): - [[κρεμῶ]] τι ἔκ τινος, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, ὡς [[ἀνάθημα]], Ἡρόδ. 5. 77.· τὰ ὅπλα πρὸς τὸ [[Ἀθήναιον]] [[αὐτόθι]] 95· ἀν. τινά, [[ἀπαγχονίζω]] τινά, ὁ αὐτ. 9. 120. Ἐπίσης, ἀν. [ἑαυτόν], ἀπαγχονίζειν ἑαυτόν, Διόδ. 2. 6: - Παθ., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος, ἐνῷ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· τούτου... τοῦ ἀνακρεμασθέντος ὁ αὐτ. 9. 122, πρβλ. 7. 194. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαρτᾶται ἔκ τινος, ἀν. ἐξ [[ἀλλήλων]] τὴν δύναμιν Πλάτ. Ἴων 536Α· [[οὕτως]], ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Αἰσχύλ. 68. 2· ἀν. τὴν πίστιν εἴς τινα Πολύβ. 8. 21, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀνακρεμάσω <i>ou</i> ἀνακρεμῶ, <i>etc.</i><br />suspendre : [[τι]] πασσάλῳ OD qch à un clou ; τινα HDT pendre qqn ; <i>fig.</i> ἀπὸ [[τῶν]] ἐλπίδων ESCHN tenir en suspens par l’espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | }} |