3,274,873
edits
(6_21) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεόνασμα''': τό, [[περίσσευμα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ. | |lstext='''πλεόνασμα''': τό, [[περίσσευμα]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΑ΄, 32), Ἀπολλών. περὶ Συντ. 137, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[πλεονάζω]]<br /><b>1.</b> αυτό που περισσεύει από κάποια [[ποσότητα]], το πλεονάζον («[[πλεόνασμα]] ισοζυγίου πληρωμών»)<br /><b>2.</b> [[περίσσευμα]] παραγωγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) <b>(οικον.)</b> η [[ποσότητα]] του αγαθού που παράχθηκε και δεν διατέθηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλεόνασμα]] αποθήκης»<br /><b>(λογιστ.)</b> [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία η [[ποσότητα]] τών καταμετρηθέντων στην [[αποθήκη]] εμπορευμάτων σε δεδομένη χρονική [[στιγμή]] [[είναι]] μεγαλύτερη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού τών εμπορευμάτων [[κατά]] την [[ίδια]] χρονική [[στιγμή]]<br />β) «[[πλεόνασμα]] ταμείου»<br /><b>(λογιστ.)</b> [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία τα [[μετρητά]] του ταμείου [[είναι]] περισσότερα από το χρεωστικό [[υπόλοιπο]] που εμφανίζεται στο [[βιβλίο]] ταμείου<br />γ) «[[πλεόνασμα]] προϋπολογισμού» — η [[υπερτέρηση]] τών εσόδων επί τών δαπανών<br />δ) «[[πλεόνασμα]] εμπορικού ισοζυγίου» — η [[υπερτέρηση]] της αξίας εξαγωγών [[προς]] την [[αξία]] εισαγωγών σε μια δεδομένη χρονική περίοδο<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγάλη]] [[αφθονία]]. | |||
}} | }} |