διαδέρκομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδέρκομαι''': ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., [[βλέπω]] τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]], νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).
|lstext='''διαδέρκομαι''': ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., [[βλέπω]] τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]], νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. opt. 3ᵉ sg.</i> διαδράκοι;<br />voir à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέρκομαι]].
}}
}}