3,276,318
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδέρκομαι''': ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., [[βλέπω]] τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]], νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713). | |lstext='''διαδέρκομαι''': ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., [[βλέπω]] τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]], νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. opt. 3ᵉ sg.</i> διαδράκοι;<br />voir à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέρκομαι]]. | |||
}} | }} |