3,274,919
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφέδρα''': Ἰων. [[ἐπέδρη]], ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· [[ἐντεῦθεν]], [[πολιορκία]], ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) [[κάθισις]] ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, [[διότι]] πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. [[σταθμός]], «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20. | |lstext='''ἐφέδρα''': Ἰων. [[ἐπέδρη]], ἡ, τὸ ἐφεδρεύειν, παραμένειν πλησίον τόπου τινός· [[ἐντεῦθεν]], [[πολιορκία]], ἀποκλεισμός, Λατ. obsessio, Ἡρόδ. 1. 17· ἐπέδρην ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 5. 65. 2) [[κάθισις]] ἐπί τινος πράγματος, Λατ. insessio, [[διότι]] πᾶν ἕνεκά τινος ἐφέδρας ἐστὶ πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ΙΙ. [[σταθμός]], «στάβλος», Χρησ. παρὰ Φλέγ. ἐν Θαυμασ. 3. 2) βάσις, Ἥρων Πνευμ. σ. 183. ΙΙΙ. «πόα τις, ἣν καὶ ἵππουριν καλοῦσι» Ἡσύχ., Πλίν. 26. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’assiéger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕδρα]]. | |||
}} | }} |