3,274,313
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δόχμιος''': -α, -ον, [[λοξός]], [[πλάγιος]], Λατ. obliquus, δόχμια... ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116· δ. κέλευθον ἐμβαίνειν Εὐρ. Ἀλκ. 1000, πρβλ. 575· πέσε δ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1169. ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς δ., ποὺς [[μετρικός]], οὗ τὸ [[σχῆμα]] εἶνε υ--υ-, ἀλλ’ ἐπιδεχόμενος σχεδὸν 30 παραλλαγάς, ἴδε Seidler Vers. Dochm.· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ἐπιθ. τύποι δοχμιᾰκὸς καὶ δοχμικός, ή, όν, Σχόλ.· καὶ δοχμιάζω, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140. | |lstext='''δόχμιος''': -α, -ον, [[λοξός]], [[πλάγιος]], Λατ. obliquus, δόχμια... ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116· δ. κέλευθον ἐμβαίνειν Εὐρ. Ἀλκ. 1000, πρβλ. 575· πέσε δ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1169. ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς δ., ποὺς [[μετρικός]], οὗ τὸ [[σχῆμα]] εἶνε υ--υ-, ἀλλ’ ἐπιδεχόμενος σχεδὸν 30 παραλλαγάς, ἴδε Seidler Vers. Dochm.· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ἐπιθ. τύποι δοχμιᾰκὸς καὶ δοχμικός, ή, όν, Σχόλ.· καὶ δοχμιάζω, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> oblique, transversal : δοχμίαν κέλευθον EUR en se détournant de son chemin ; <i>adv.</i> • δόχμια, obliquement, de côté;<br /><b>2</b> tortueux (sentier).<br />'''Étymologie:''' [[δοχμός]]. | |||
}} | }} |