ξηροβατικός: Difference between revisions

27
(6_11)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηροβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῶν χερσαίων ζῴων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνυδρος]], Πλάτ. Πολιτ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 2.
|lstext='''ξηροβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῶν χερσαίων ζῴων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔνυδρος]], Πλάτ. Πολιτ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξηροβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηροβατικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών ωδικών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να βαδίζει στην [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βατικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-<i>βατικός</i>. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως [[επιστημονικός]] όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
}}
}}