μείωσις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μείωσις''': ἡ, ([[μειόω]]) [[ἐλάττωσις]], ὀλιγόστευσις, σμίκρυνσις ἀντίθετ. τῷ [[αὔξησις]], Ἱππ. Μοχλικ. 855, Ἀριστ. Κατηγορ. 14, 1, περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 5, 11.
|lstext='''μείωσις''': ἡ, ([[μειόω]]) [[ἐλάττωσις]], ὀλιγόστευσις, σμίκρυνσις ἀντίθετ. τῷ [[αὔξησις]], Ἱππ. Μοχλικ. 855, Ἀριστ. Κατηγορ. 14, 1, περὶ Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 5, 11.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />amoindrissement, diminution.<br />'''Étymologie:''' [[μειόω]].
}}
}}