καμινευτήρ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμῑνευτήρ''': ῆρος, ὁ, [[καμινευτικός]], αὐλὸς [[καμινευτήρ]], ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.
|lstext='''κᾰμῑνευτήρ''': ῆρος, ὁ, [[καμινευτικός]], αὐλὸς [[καμινευτήρ]], ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui attise le feu du fourneau, de la forge.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
}}
}}