μελανόμαλλος: Difference between revisions

24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνόμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα ἔρια, Εὐστ. 403. 42.
|lstext='''μελᾰνόμαλλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα ἔρια, Εὐστ. 403. 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανόμαλλος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, [[μαυρομάλλης]].
}}
}}