κλινίδιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κλίνη]], Ἀριστοφ. Λυσ. 916, Διον. Ἁλ. 7. 59, Πλουτ. Κοριολ. 24.
|lstext='''κλῑνίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κλίνη]], Ἀριστοφ. Λυσ. 916, Διον. Ἁλ. 7. 59, Πλουτ. Κοριολ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit lit, civière.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κλίνη]].
}}
}}