ταλαίπωρος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλαίπωρος''': -ον, πιθαν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ταλαπείριος]], πάσχων, ἐν δυστυχίᾳ διατελῶν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[Θῆβαι]] Πινδ. Ἀποσπ. 210· βροτοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 231· ὦ ταλαίπωρ’ [[αὐτόθι]] 315, πρβλ. 595, 623, Σοφ. Ο. Κ. 14, κλπ. κλπ.· ἀνδρῶν γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· ταλ. ἄρα τις σύ γε Πλάτ. Εὐθύδ. 302Β. - Ἐπίρρ. -ρως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 54, Θουκ. 3. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ταλ. [[βίος]] Σοφ. Ο. Κ. 91· ὦ ταλαίπωρα πράγματα Ἀριστοφ. Ὄρν. 135· τοῦ ταλαιπώρου πάθους Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 5· ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι... τῆς γαστρὸς Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3.
|lstext='''τᾰλαίπωρος''': -ον, πιθαν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ταλαπείριος]], πάσχων, ἐν δυστυχίᾳ διατελῶν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[Θῆβαι]] Πινδ. Ἀποσπ. 210· βροτοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 231· ὦ ταλαίπωρ’ [[αὐτόθι]] 315, πρβλ. 595, 623, Σοφ. Ο. Κ. 14, κλπ. κλπ.· ἀνδρῶν γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· ταλ. ἄρα τις σύ γε Πλάτ. Εὐθύδ. 302Β. - Ἐπίρρ. -ρως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 54, Θουκ. 3. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ταλ. [[βίος]] Σοφ. Ο. Κ. 91· ὦ ταλαίπωρα πράγματα Ἀριστοφ. Ὄρν. 135· τοῦ ταλαιπώρου πάθους Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 5· ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι... τῆς γαστρὸς Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui éprouve une souffrance physique <i>ou</i> morale, malheureux, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[πῶρος]].
}}
}}