ὁμόκαπος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόκᾰπος''': -ον, ([[κάπη]]) ὁ [[ὁμοῦ]] τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ [[ὁμοῦ]] ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.
|lstext='''ὁμόκᾰπος''': -ον, ([[κάπη]]) ὁ [[ὁμοῦ]] τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ [[ὁμοῦ]] ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de crèche, <i>càd</i> de table.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κάπη]].
}}
}}