ποδένδυτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe jusque sur les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
}}
}}