3,277,172
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρχήσιον''': Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς [[μέσον]] ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον [[μέχρι]] τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―[[οὕτως]] ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 ([[ἔνθα]] τὸ ζυγὸν καρχασίου [[εἶναι]] ἡ τὸ [[ἱστίον]] φέρουσα [[κεραία]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; [[ξύλον]], καὶ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν δελτοειδές. | |lstext='''καρχήσιον''': Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς [[μέσον]] ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον [[μέχρι]] τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―[[οὕτως]] ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 ([[ἔνθα]] τὸ ζυγὸν καρχασίου [[εἶναι]] ἡ τὸ [[ἱστίον]] φέρουσα [[κεραία]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; [[ξύλον]], καὶ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν δελτοειδές. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie supérieure du mât avec la hune, hune;<br /><b>2</b> poulie fixée au mât et autour de laquelle s’enroulent les cordages.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. prob. emprunté. | |||
}} | }} |