μακρηγορέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρηγορέω''': ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· [[ὅπως]] ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ [[τρύχω]] Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
|lstext='''μακρηγορέω''': ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· [[ὅπως]] ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ [[τρύχω]] Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />parler longuement.<br />'''Étymologie:''' [[μακρήγορος]].
}}
}}