δεῦμα: Difference between revisions

3
(6_5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεῦμα''': -ατος, τό, ([[δεύω]]) τὸ ὑγρόν, δεύματα [[κρεῶν]], βραστὸν [[κρέας]], ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.
|lstext='''δεῦμα''': -ατος, τό, ([[δεύω]]) τὸ ὑγρόν, δεύματα [[κρεῶν]], βραστὸν [[κρέας]], ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεῦμα:''' -ατος, τό ([[δεύω]]), αυτό που είναι βρεγμένο, [[μούσκεμα]], [[δεύματα]] [[κρεῶν]], βραστό [[κρέας]], σε Πίνδ.
}}
}}