χιδαλέον: Difference between revisions

From LSJ
(6_4)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιδαλέον''': «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός» Ἡσύχ.
|lstext='''χιδαλέον''': «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χίδρυ]]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χιδαλέον: «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].