σιτεία: Difference between revisions

37
(6_9)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτεία''': ἡ, ([[σιτεύω]]) τὸ τρέφειν, παχύνειν, Γλωσσ.
|lstext='''σῑτεία''': ἡ, ([[σιτεύω]]) τὸ τρέφειν, παχύνειν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[σιτεύω]]<br />το να τρέφει [[κανείς]] ζώα ή πτηνά για να παχύνουν.
}}
}}