καταλιχμάομαι: Difference between revisions

2b
(6_5)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλιχμάομαι''': ἀποθ., λείχων [[κατατρώγω]], [[τρώγω]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 57·-παρ’ Ὀππ. Κ. 2. 389, καταλιχμάζομαι, [[περιλείχω]], «γλείφω».
|lstext='''καταλιχμάομαι''': ἀποθ., λείχων [[κατατρώγω]], [[τρώγω]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 57·-παρ’ Ὀππ. Κ. 2. 389, καταλιχμάζομαι, [[περιλείχω]], «γλείφω».
}}
{{elru
|elrutext='''καταλιχμάομαι:''' (только part. praes.) вылизывать, облизывать (τινα Sext.).
}}
}}