διατείχισμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατείχισμα''': τό, [[τόπος]] διὰ τείχους ἀποκεχωρισμένος καὶ ὠχυρωμένος, Θουκ. 3. 34, 7. 36. 2) [[τεῖχος]] μεταξὺ δύο μερῶν, τόπων. Πολύβ. 8. 36, 9· μεταφ., [[τεῖχος]] διαιρῶν, [[διάφραγμα]], [[μεσότοιχον]], Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 11. 4.
|lstext='''διατείχισμα''': τό, [[τόπος]] διὰ τείχους ἀποκεχωρισμένος καὶ ὠχυρωμένος, Θουκ. 3. 34, 7. 36. 2) [[τεῖχος]] μεταξὺ δύο μερῶν, τόπων. Πολύβ. 8. 36, 9· μεταφ., [[τεῖχος]] διαιρῶν, [[διάφραγμα]], [[μεσότοιχον]], Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 11. 4.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lieu fortifié (<i>litt.</i> coupé du pays d’alentour par un mur).<br />'''Étymologie:''' [[διατειχίζω]].
}}
}}