ἐκχρηματίζομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκχρηματίζομαι''': ἀποθ., πράττομαι [[ἀργύριον]], [[λαμβάνω]] χρήματα, ἀργυρολοῶ, τινὰ Θουκ. 8. 87. Δίων Κ. 53. 10.
|lstext='''ἐκχρηματίζομαι''': ἀποθ., πράττομαι [[ἀργύριον]], [[λαμβάνω]] χρήματα, ἀργυρολοῶ, τινὰ Θουκ. 8. 87. Δίων Κ. 53. 10.
}}
{{bailly
|btext=extorquer de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χρηματίζω]].
}}
}}