βραδυπόρος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βραδυπόρος''': -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· [[καθόλου]], [[βραδύς]], [[νωθρός]], [[ἀργός]], [[ὅρασις]] Πλούτ. 2. 626Α· βρ. [[πέλαγος]], τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, [[αὐτόθι]] 941Β.
|lstext='''βραδυπόρος''': -ον, ὁ βραδέως διερχόμενος, ἐπὶ τροφῆς = δυσκολοχώνευτος, Ἱππ. Ὀξ. 394· [[καθόλου]], [[βραδύς]], [[νωθρός]], [[ἀργός]], [[ὅρασις]] Πλούτ. 2. 626Α· βρ. [[πέλαγος]], τὸ ὁποῖόν τις βραδέως περᾷ, [[αὐτόθι]] 941Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui marche <i>ou</i> s’avance lentement.<br />'''Étymologie:''' [[βραδύς]], [[πόρος]].
}}
}}