3,277,206
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψάρ''': ὁ, γεν. ψᾱρός· πληθ. ψᾶρες· Ἰων. ψήρ, [[ψηρός]], ψῆρις· ― «ψαρόνι», Stornus vulgaris, συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ κολοιοῦ καὶ λέγεται ὅτι πέτεται κατὰ σμήνη, τῶν δ’ ὥς τε ψαρῶν [[νέφος]] ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν Ἰλ. Ρ. 755· ἵρηκι ἐοικώς ὠκέϊ, ὃστ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε Π. 583· οὕτω ψῆρες, δοτ. ψήρεσι, ἀνατᾷ παρ τῷ Κοΐντῳ Σμυρν. 8. 387., 11. 218· ψᾶρες παρ’ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 30, Ἀνθ. Π. 9. 373· ὁ Πλούτ. 2. 972F λέγει ὅτι δύνανται διὰ διδασκαλίας νὰ ὁμιλῶσι, (πρβλ. 13. 20, Λοβεκ. Παραλ. 20. (Πρβλ. τὸ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς ψαρόνι· Λατ. stur-nus· Ἀρχ. Γερμ. star-a· Ἀγγλο-Σαξον. stear-a (stare, starling)· Βοημ. skorec.) | |lstext='''ψάρ''': ὁ, γεν. ψᾱρός· πληθ. ψᾶρες· Ἰων. ψήρ, [[ψηρός]], ψῆρις· ― «ψαρόνι», Stornus vulgaris, συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ κολοιοῦ καὶ λέγεται ὅτι πέτεται κατὰ σμήνη, τῶν δ’ ὥς τε ψαρῶν [[νέφος]] ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν Ἰλ. Ρ. 755· ἵρηκι ἐοικώς ὠκέϊ, ὃστ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε Π. 583· οὕτω ψῆρες, δοτ. ψήρεσι, ἀνατᾷ παρ τῷ Κοΐντῳ Σμυρν. 8. 387., 11. 218· ψᾶρες παρ’ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 30, Ἀνθ. Π. 9. 373· ὁ Πλούτ. 2. 972F λέγει ὅτι δύνανται διὰ διδασκαλίας νὰ ὁμιλῶσι, (πρβλ. 13. 20, Λοβεκ. Παραλ. 20. (Πρβλ. τὸ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς ψαρόνι· Λατ. stur-nus· Ἀρχ. Γερμ. star-a· Ἀγγλο-Σαξον. stear-a (stare, starling)· Βοημ. skorec.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ψαρός]] (ὁ) :<br />étourneau, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sturnus -- pour ψ‖lat. st-, cf. [[ψαίρω]]‖sternuto. | |||
}} | }} |