εὐδαιμονισμός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδαιμονισμός''': ὁ, τὸ εὐδαιμονίζειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 34, Ἠθ. Νικ. 4. 7, 13, Πλουτ. Πελοπίδ. 34, κλ. 2) = [[εὐδαιμονία]], Εὐστ. Πονημάτ. 304. 14.
|lstext='''εὐδαιμονισμός''': ὁ, τὸ εὐδαιμονίζειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 34, Ἠθ. Νικ. 4. 7, 13, Πλουτ. Πελοπίδ. 34, κλ. 2) = [[εὐδαιμονία]], Εὐστ. Πονημάτ. 304. 14.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de regarder comme heureux;<br /><b>2</b> faveur de la fortune, bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδαιμονίζω]].
}}
}}