ἐμπίπρημι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπίπρημι''': (οὐχὶ ἐμπίμπρημι, ἴδε [[ἐμπίπλημι]]): γ΄ πληθ. παρατ. ἐνεπίμπρασαν Θουκ. 6. 94· [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐκ τύπου ἐμπιπράω) ἀπαρ. ἐμπιπρᾶν, Πλουτ. Κορ. 26· μετ. ἐμπιπρῶν Πολύβ. 1. 53, 4: παρατ. ἐνεπίμπρων Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 22: μέλλ. ἐμπρήσω Ἀριστοφ. Θεσμ. 749: ἀόρ. ἐνέπρησα Ὅμ. (μέλλ. ἐνιπρήσω Ἰλ. Ο. 702· πρβλ. [[ἐμπρήθω]]): μέσ. ἀόρ. ἐνεπρήσατο Κόϊντ. Σμ. 5. 485: ― Παθ., μετοχ. ἐμπιπραμένος Ἡρόδ. 1. 19: μέλλ. ἐμπεπρήσομαι ἢ (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐμπρήσομαι Ἡρόδ. 6. 9, πρβλ. Παυσ. 4. 7, 10, Κόϊντ. Σμ. 1. 494: ἀόρ. ἐνεπρήσθην Ἡρόδ. 5. 102., 6. 25, Θουκ., κτλ.: πρκμ. ἐμπέπρησμαι 8. 114. Καίω τι διὰ τοῦ [[πυρός]], πυρπολῶ, ἄστυ, νῆας, συχνὰ ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς προσθήκης: πυρί· οὕτω, τῷ Λημνίῳ... πυρὶ ἔμπρησον Σοφ. Φ. 801· τὸν νηὸν ἐνέπρησαν Ἡρόδ. 1. 19· πρβλ. 5. 101 κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Ἰλ. Π. 82· οἰκίαν ἐμπιπράναι Ἀριστοφ. Νεφ. 1484, κτλ.: ― Παθ., καίομαι, πυρπολοῦμαι, κλ.· ἴδε ἀνωτέρω.
|lstext='''ἐμπίπρημι''': (οὐχὶ ἐμπίμπρημι, ἴδε [[ἐμπίπλημι]]): γ΄ πληθ. παρατ. ἐνεπίμπρασαν Θουκ. 6. 94· [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐκ τύπου ἐμπιπράω) ἀπαρ. ἐμπιπρᾶν, Πλουτ. Κορ. 26· μετ. ἐμπιπρῶν Πολύβ. 1. 53, 4: παρατ. ἐνεπίμπρων Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 22: μέλλ. ἐμπρήσω Ἀριστοφ. Θεσμ. 749: ἀόρ. ἐνέπρησα Ὅμ. (μέλλ. ἐνιπρήσω Ἰλ. Ο. 702· πρβλ. [[ἐμπρήθω]]): μέσ. ἀόρ. ἐνεπρήσατο Κόϊντ. Σμ. 5. 485: ― Παθ., μετοχ. ἐμπιπραμένος Ἡρόδ. 1. 19: μέλλ. ἐμπεπρήσομαι ἢ (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐμπρήσομαι Ἡρόδ. 6. 9, πρβλ. Παυσ. 4. 7, 10, Κόϊντ. Σμ. 1. 494: ἀόρ. ἐνεπρήσθην Ἡρόδ. 5. 102., 6. 25, Θουκ., κτλ.: πρκμ. ἐμπέπρησμαι 8. 114. Καίω τι διὰ τοῦ [[πυρός]], πυρπολῶ, ἄστυ, νῆας, συχνὰ ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς προσθήκης: πυρί· οὕτω, τῷ Λημνίῳ... πυρὶ ἔμπρησον Σοφ. Φ. 801· τὸν νηὸν ἐνέπρησαν Ἡρόδ. 1. 19· πρβλ. 5. 101 κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Ἰλ. Π. 82· οἰκίαν ἐμπιπράναι Ἀριστοφ. Νεφ. 1484, κτλ.: ― Παθ., καίομαι, πυρπολοῦμαι, κλ.· ἴδε ἀνωτέρω.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπίμπρην, <i>f.</i> [[ἐμπρήσω]], <i>ao.</i> [[ἐνέπρησα]], <i>pf.</i> ἐμπέπρηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐνεπρήσθην, <i>pf.</i> ἐμπέπρησμαι <i>ou</i> ἐμπέπρημαι;<br />incendier, brûler, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμπίπραμαι (<i>f.</i> ἐμπρήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεπρησάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], πίπρημι.
}}
}}