ἀμευσίπορος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
|lstext='''ἀμευσίπορος''': -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, [[ἔνθα]] αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où les routes s’entrecroisent (<i>litt.</i> s’échangent), carrefour.<br />'''Étymologie:''' *ἀμεύομαι, [[πόρος]].
}}
}}