τύλιγμα: Difference between revisions

42
(6_22)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τύλιγμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἕλιξ]]· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. [[ἕλιγμα]].
|lstext='''τύλιγμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἕλιξ]]· οὕτω τυλιγμός, ὁ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 881, πρβλ. [[ἕλιγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[τυλίσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλίγω]], [[περιέλιξη]], [[περιτύλιξη]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αγωγός]] περιτυλιγμένος [[γύρω]] από [[τύμπανο]] ή από [[πυρήνα]], ο [[οποίος]] όταν διαρρέεται από [[ρεύμα]] παράγει έντονο μαγνητικό [[πεδίο]], [[περιέλιξη]].
}}
}}