3,270,629
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτῑμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ [[ὁρίζων]] τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, [[τιμωρός]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε. | |lstext='''ἐπιτῑμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ [[ὁρίζων]] τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, [[τιμωρός]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui blâme, censeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]]. | |||
}} | }} |