λύκος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύκος''': [ῠ], ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― Ὅμ., τὸ μέγιστον τῶν ἀγρίων θηρίων ἐν Ἑλλάδι (πρβλ. [[λέων]]), τὸ [[σύμβολον]] λαιμαργίας καὶ σκληρότητος, ἴδε Ἰλ. Π. 156 κἑξ., 352 κἑξ.· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. τῶν λύκων [[εἶναι]]: πολιοὶ Κ. 334· κρατερώνυχες Ὀδ. Κ. 218· ὀρέστεροι [[αὐτόθι]] 212· ὠμοφάγοι Ἰλ. Π. 156· παρ’ Αἰσχύλ. κοιλογάστορες Θήβ. 1035· οἱ μικροὶ Αἰγύπτιοι λύκοι, ὧν μνημονεύει ὁ Ἡρόδοτος 2. 67, ἦσαν [[ἴσως]] θῶες· ― παροιμ., λύκον ὁρῶ, [[βλέπω]] λύκον, δηλ. [[μένω]] βωβός, ὡς ἐπιστεύετο κοινῶς ἐπὶ ἀνθρώπου ὃν ὁ [[λύκος]] εἶδε πρῶτος, Πλάτ. Πολ. 336D, Θεόκρ. 14. 22· οὕτω, Moerim lupi videre priores Οὐεργ. Ἐκλ. 9. 54, πρβλ. Plin. N. H. 8. 34· λύκου πτερά, ἐπὶ πραγμάτων ἀνυπάρκτων, ὡς «τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. 245· ὡς [[λύκος]] χανών, ἐπὶ ματαίας προσδοκίας, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.» 1. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 319, Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· οὕτω, [[λύκος]] κεχηνὼς Ἀριστοφ. Λυσ. 629· [[λύκος]] οἶν ὑμεναιοῖ, ἐπὶ ἀδυνάτου, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 1076, 1112, πρβλ. Ἰλ. Χ. 263· ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσιν, ἐπὶ δολίας ἢ παρὰ φύσιν ἀγάπης, Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 241D· λύκου βίον ζῆν, ὅ ἐστι ζῆν δι’ ἁρπαγῆς, παρὰ Πολυβ. 16. 24, 4· ἐκ λύκου στόματος, λαβεῖν τι παρ’ ἐλπίδα, Παροιμιογρ.· τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον (lupum teneo auribus Terent.), Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 5. ΙΙ. [[εἶδος]] κολοιοῦ (πτηνοῦ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος Ἀθήν. 282D, Γεωπ. 18. 14, 1. IV. [[εἶδος]] [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, Νικ. Θηρ. 734. V. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] ἀγκίστρου· 1) χαλινὸς μετ’ ἀκίδων διὰ σκληροτραχήλους ἵππους, Λατ. lupus, lupatum, Πλούτ. 2. 641F· πρβλ. [[λυκοσπάς]]. 2) [[μάνδαλος]] ἢ [[κόραξ]] θύρας, Ἡσύχ. 3) τὸ ἐν τῇ ἄκρᾳ τοῦ σχοινίου [[ἄγκιστρον]], ἐξ οὗ κρέμαται ὁ [[κάδος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 31, Ἡσύχ. 4) ἡ λαβὶς κρέατος, ὡς τὸ [[κρεάγρα]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 98. VI. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τῶν κιναίδων, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 682Α. VIII. [[εἶδος]] βρόχου, «θηλε~ιᾶς», Γαλην. 4. 468. IX. κατόπιν ἐν χρήσει εἰς δυσεντερίαν, Ἀέτ. (Πρὸς τὸ [[λύκος]] πρβλ. Λατ. lup-us (Σαβ. irp-us ἢ hirp-us)· Γοτθ. vulfs· Ἀρχ. Σκανδ. ulfr· ― ἐκ τοῦ Σανσκρ. v.rik-as, Σλαυ. vlukŭ· Λιθ. vilk-as, φαίνεται ὅτι ἡ [[ῥίζα]] ἦτο ἐν ἀρχῇ ϜΛΥΚ.)
|lstext='''λύκος''': [ῠ], ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― Ὅμ., τὸ μέγιστον τῶν ἀγρίων θηρίων ἐν Ἑλλάδι (πρβλ. [[λέων]]), τὸ [[σύμβολον]] λαιμαργίας καὶ σκληρότητος, ἴδε Ἰλ. Π. 156 κἑξ., 352 κἑξ.· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. τῶν λύκων [[εἶναι]]: πολιοὶ Κ. 334· κρατερώνυχες Ὀδ. Κ. 218· ὀρέστεροι [[αὐτόθι]] 212· ὠμοφάγοι Ἰλ. Π. 156· παρ’ Αἰσχύλ. κοιλογάστορες Θήβ. 1035· οἱ μικροὶ Αἰγύπτιοι λύκοι, ὧν μνημονεύει ὁ Ἡρόδοτος 2. 67, ἦσαν [[ἴσως]] θῶες· ― παροιμ., λύκον ὁρῶ, [[βλέπω]] λύκον, δηλ. [[μένω]] βωβός, ὡς ἐπιστεύετο κοινῶς ἐπὶ ἀνθρώπου ὃν ὁ [[λύκος]] εἶδε πρῶτος, Πλάτ. Πολ. 336D, Θεόκρ. 14. 22· οὕτω, Moerim lupi videre priores Οὐεργ. Ἐκλ. 9. 54, πρβλ. Plin. N. H. 8. 34· λύκου πτερά, ἐπὶ πραγμάτων ἀνυπάρκτων, ὡς «τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. 245· ὡς [[λύκος]] χανών, ἐπὶ ματαίας προσδοκίας, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.» 1. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 319, Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· οὕτω, [[λύκος]] κεχηνὼς Ἀριστοφ. Λυσ. 629· [[λύκος]] οἶν ὑμεναιοῖ, ἐπὶ ἀδυνάτου, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 1076, 1112, πρβλ. Ἰλ. Χ. 263· ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσιν, ἐπὶ δολίας ἢ παρὰ φύσιν ἀγάπης, Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 241D· λύκου βίον ζῆν, ὅ ἐστι ζῆν δι’ ἁρπαγῆς, παρὰ Πολυβ. 16. 24, 4· ἐκ λύκου στόματος, λαβεῖν τι παρ’ ἐλπίδα, Παροιμιογρ.· τῶν ὤτων ἔχειν τὸν λύκον (lupum teneo auribus Terent.), Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Ἐπιδικαζομένῳ» 5. ΙΙ. [[εἶδος]] κολοιοῦ (πτηνοῦ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 24. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος Ἀθήν. 282D, Γεωπ. 18. 14, 1. IV. [[εἶδος]] [[ἀράχνης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, Νικ. Θηρ. 734. V. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] ἀγκίστρου· 1) χαλινὸς μετ’ ἀκίδων διὰ σκληροτραχήλους ἵππους, Λατ. lupus, lupatum, Πλούτ. 2. 641F· πρβλ. [[λυκοσπάς]]. 2) [[μάνδαλος]] ἢ [[κόραξ]] θύρας, Ἡσύχ. 3) τὸ ἐν τῇ ἄκρᾳ τοῦ σχοινίου [[ἄγκιστρον]], ἐξ οὗ κρέμαται ὁ [[κάδος]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 31, Ἡσύχ. 4) ἡ λαβὶς κρέατος, ὡς τὸ [[κρεάγρα]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 98. VI. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τῶν κιναίδων, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 682Α. VIII. [[εἶδος]] βρόχου, «θηλε~ιᾶς», Γαλην. 4. 468. IX. κατόπιν ἐν χρήσει εἰς δυσεντερίαν, Ἀέτ. (Πρὸς τὸ [[λύκος]] πρβλ. Λατ. lup-us (Σαβ. irp-us ἢ hirp-us)· Γοτθ. vulfs· Ἀρχ. Σκανδ. ulfr· ― ἐκ τοῦ Σανσκρ. v.rik-as, Σλαυ. vlukŭ· Λιθ. vilk-as, φαίνεται ὅτι ἡ [[ῥίζα]] ἦτο ἐν ἀρχῇ ϜΛΥΚ.)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> loup, louve, <i>animal</i> : λύκον [[ἰδεῖν]], avoir vu le loup, <i>càd</i> rester muet, selon la croyance populaire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> mors très rude pour les chevaux dont la bouche est dure (<i>cf. lat.</i> lupatum).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> lupus, <i>skr.</i> vrkas.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[κνηκός]], [[μονιός]], [[μονόλυκος]].
}}
}}