δημόσιος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημόσιος''': Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ [[ἴδιος]], ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· [[πλοῦτος]] Θουκ. 1. 80· [[χώρα]], ἀντίθ τῷ [[ἱερά]], [[ἴδιος]], Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. [[τράπεζα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον [[εἶναι]], γίγνεσθαι, [[εἶναι]], γίνεται δημοσία [[περιουσία]], δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) [[κοινός]], δημοσιὼτατος [[τρόπος]] Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) ὁ [[δημόσιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[δοῦλος]] ἢ [[ὑπάλληλος]], [[οἷον]] [[δημόσιος]] κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· [[ἀστυνόμος]] ἢ ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· [[συμβολαιογράφος]] ἢ [[δημόσιος]] [[γραμματεύς]], Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ [[δήμιος]], ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον [[θῦμα]], = [[φαρμακός]], ΙΙ, [[κάθαρμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. [[δήμιος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ [[πολιτεία]], Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ [[ταμεῖον]], ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) ἡ δημοσία [[εἱρκτή]], Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία [[περιουσία]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., ἡ δαμοσία (ἐνν. [[σκηνή]]), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα [[συμβούλιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. [[δημοσίᾳ]], Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· [[ἀλλά]], δ. κρίνειν, [[κρίνω]] ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.
|lstext='''δημόσιος''': Δωρ. δαμ-, α, ον, ἀνήκων εἰς τὸν λαὸν ἢ τὴν πολιτείαν, Λατ. publicus, ἀντίθ. τῷ [[ἴδιος]], ἀγρὸς δ., Λατ. ager publicus, Ἡρόδ. 5. 29· δ. χρήματα Κρατῖν. Πυλ. 2· [[πλοῦτος]] Θουκ. 1. 80· [[χώρα]], ἀντίθ τῷ [[ἱερά]], [[ἴδιος]], Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 3· ἡ δ. [[τράπεζα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 4· ἀγῶνες, δίκαι Αἰσχίν. 1. 11, κτλ·― δημόσιον [[εἶναι]], γίγνεσθαι, [[εἶναι]], γίνεται δημοσία [[περιουσία]], δημεύεται, κτλ., Θουκ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 41, Πλάτ. κτλ.· γῆν δ. ποιεῖν Λυσ. 150. 31. 2) [[κοινός]], δημοσιὼτατος [[τρόπος]] Ἀριστ. Τοπ. 8. 12, 1, πρβλ. Σοφ. Ἐλέγχ. 1, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιατ., 1) ὁ [[δημόσιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), [[δημόσιος]] [[δοῦλος]] ἢ [[ὑπάλληλος]], [[οἷον]] [[δημόσιος]] κήρυξ, Ἡρόδ. 6. 121· [[ἀστυνόμος]] ἢ ἀστυνομικὸς [[ὑπηρέτης]], Ἀριστοφ. Λυσ. 436, πρβλ. Böckh Ath. Staatsh. 1. 277· [[συμβολαιογράφος]] ἢ [[δημόσιος]] [[γραμματεύς]], Δημ. 381. 2, κτλ· ὁ [[δήμιος]], ὁ ἐκτελεστὴς τῶν θανατικῶν ποινῶν, Διόδ. 14. 102. β) δημόσιον [[θῦμα]], = [[φαρμακός]], ΙΙ, [[κάθαρμα]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1136· Πρβλ. [[δήμιος]] ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς οὐδέτερον, δημόσιον, τό, ἡ [[πολιτεία]], Λατ. respublica, Ἡρόδ. 1. 14, Ἀνδοκ. 10. 17, Αἰσχίν. 62. 6. 2) πᾶν δημόσιον [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 6. 52, 57. 3) τὸ [[ταμεῖον]], ἀλλαχοῦ τὸ κοινόν, Ἀνδοκ. 10. 16, Δημ. 573. 11, Δείναρχ. 105. 11. 4) ἡ δημοσία [[εἱρκτή]], Θουκ. 5. 18. 5) τὰ δ., δημοσία [[περιουσία]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 554. IV. ὡς θηλ., ἡ δαμοσία (ἐνν. [[σκηνή]]), ἡ σκηνὴ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων, Λατ. praetorium, οἱ περὶ δαμοσίαν, τὸ περὶ τὸν βασιλέα [[συμβούλιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, Λακ. 13, 7· V. ὡς ἐπίρρ., 1) δοτ. [[δημοσίᾳ]], Ἰων. -ίῃ, διὰ δημοσίων ἐξόδων, Ἡρόδ. 1. 30, κτλ.· διὰ κοινῆς συναινέσεως, Δημ. 530. 15· εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, ὁ αὐτ. 1102. 11· [[ἀλλά]], δ. κρίνειν, [[κρίνω]] ἐν τοῖς δημοσίοις δικαστηρίοις, Ἀνδοκ. 14. 17· δ. τεθνάναι, [[ἀποθνήσκω]] διὰ χειρὸς τοῦ δημίου, Δημ. 1126. 7. 2) ἐκ δημοσίου, διὰ δημοσίας ἐξουσίας, Ξεν. Πολιτ. Λακ. 3, 3. 3) οὐδ. πληθ. δημόσια, δ. ταφῶμεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 396. 4) ὁμαλόν ἐπίρρ., -ίως Στράβ. 562, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>A.</b> <i>adj.</i> de l’État :<br /><b>1</b> qui appartient à l’État, public;<br /><b>2</b> qui se fait au nom <i>ou</i> aux frais de l’État, qui a un caractère public;<br /><b>B.</b> <i>subst.</i><br /><b>I.</b> <i>à Athènes</i> ὁ [[δημόσιος]] ([[δοῦλος]] <i>ou</i> [[οἰκέτης]]);<br /><b>1</b> crieur public;<br /><b>2</b> agent <i>ou</i> garde de police;<br /><b>3</b> greffier de l’État;<br /><b>4</b> exécuteur public, bourreau;<br /><b>II.</b> ἡ δαμοσία <i>dor.</i> (<i>s.e.</i> [[σκηνή]]) la tente des rois de Sparte ; [[οἱ]] περὶ δαμοσίαν XÉN le conseil du roi;<br /><b>III.</b> τὸ δημόσιον :<br /><b>1</b> la chose publique, l’État;<br /><b>2</b> lieu public;<br /><b>3</b> édifice public;<br /><b>4</b> prison de l’État;<br /><b>5</b> trésor public;<br /><b>6</b> archives de l’État;<br /><b>IV.</b> τὰ δημόσια les biens de l’État, les revenus publics;<br /><b>C.</b> <i>adv.</i> • [[δημοσίᾳ]] :<br /><b>1</b> au nom de l’État;<br /><b>2</b> pour le service de l’État;<br /><b>3</b> aux frais de l’État;<br /><b>4</b> mourir de la main du bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}