ἐπεξεργάζομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεξεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., πρὸς τούτοις [[ἐξεργάζομαι]] ἢ ἐκτελῶ τι, ἓν δ’ ἐπεξειργάσατο… τοιοῦτον, ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε [[τέλος]] Δημ. 274. 18˙ ἐκτελῶ, συμπληρῶ, τελειοποιῶ, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ’ ἐπεξεργάζεται Ἴων παρὰ Σέξτῳ Ἐμπ. π. Μ. 2. 24. 2) ἐκ νέου [[φονεύω]], [[αἰαῖ]], ὀλωλότ’ ἄνδρ’ ἐπεξειργάσω Σοφ. Ἀντ. 1288, πρβλ. [[ἐπικτείνω]]. 3) [[ἀνιχνεύω]], [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 132, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 4. 7. 4) [[ἐργάζομαι]], [[μετὰ]] παθ. σημασ., «καὶ πρῴην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν [[συγγραμμάτιον]]» Τζέτζ. Προοίμ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 11, ἔκδ. Gaisf.
|lstext='''ἐπεξεργάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., πρὸς τούτοις [[ἐξεργάζομαι]] ἢ ἐκτελῶ τι, ἓν δ’ ἐπεξειργάσατο… τοιοῦτον, ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε [[τέλος]] Δημ. 274. 18˙ ἐκτελῶ, συμπληρῶ, τελειοποιῶ, βουλὴ μὲν ἄρχει, χεὶρ δ’ ἐπεξεργάζεται Ἴων παρὰ Σέξτῳ Ἐμπ. π. Μ. 2. 24. 2) ἐκ νέου [[φονεύω]], [[αἰαῖ]], ὀλωλότ’ ἄνδρ’ ἐπεξειργάσω Σοφ. Ἀντ. 1288, πρβλ. [[ἐπικτείνω]]. 3) [[ἀνιχνεύω]], [[ἐξετάζω]], ἐρευνῶ, Ἀπολλ. περὶ Συντ. 132, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. 4. 7. 4) [[ἐργάζομαι]], [[μετὰ]] παθ. σημασ., «καὶ πρῴην μοι ἐπεξείργασται μικρὸν [[συγγραμμάτιον]]» Τζέτζ. Προοίμ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. σ. 11, ἔκδ. Gaisf.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> accomplir en outre;<br /><b>2</b> faire périr encore une fois;<br /><b>3</b> travailler de nouveau, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}