3,274,917
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάεδνος''': ἡ, [[ἄνευ]] δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, [[ἄνευ]] νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει [[ἀνέκθλιπτος]] πρὸ τοῦ ε [[ἕνεκα]] τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. [[ἀνάελπτος]]: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, [[ἐπειδὴ]] [[ἔεδνα]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος [[τύπος]] παρ’ Ὁμ.). | |lstext='''ἀνάεδνος''': ἡ, [[ἄνευ]] δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, [[ἄνευ]] νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει [[ἀνέκθλιπτος]] πρὸ τοῦ ε [[ἕνεκα]] τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. [[ἀνάελπτος]]: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, [[ἐπειδὴ]] [[ἔεδνα]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος [[τύπος]] παρ’ Ὁμ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans présent de noce (du fiancé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἕδνον]]. | |||
}} | }} |