ἀνάεδνος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάεδνος''': ἡ, [[ἄνευ]] δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, [[ἄνευ]] νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει [[ἀνέκθλιπτος]] πρὸ τοῦ ε [[ἕνεκα]] τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. [[ἀνάελπτος]]: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, [[ἐπειδὴ]] [[ἔεδνα]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος [[τύπος]] παρ’ Ὁμ.). | |lstext='''ἀνάεδνος''': ἡ, [[ἄνευ]] δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, [[ἄνευ]] νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει [[ἀνέκθλιπτος]] πρὸ τοῦ ε [[ἕνεκα]] τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. [[ἀνάελπτος]]: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, [[ἐπειδὴ]] [[ἔεδνα]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος [[τύπος]] παρ’ Ὁμ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans présent de noce (du fiancé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἕδνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A without bride-price, Il.9.146, 13.366; also of the husband, bringing no gifts, Nonn.D.4.43, 48.633. (Prob. misspelt for ἀν-έϝεδνος.)
German (Pape)
[Seite 187] (vgl. Lob. ad Phryn. 728), Hom. dreimal, von einer Braut, welche der Bräutigam erhält, ohne für sie Brautgeschenke, ἕδνα, zu geben; Iliad. 9, 146. 288 τάων ἥν κ' ἐθέλῃσι (ἐθέλῃσθα), φίλην ἀνάεδνον ἀγέσθω (ἄγεσθαι) πρὸς οἶκον Πηλῆος; 13, 366 ᾕτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον, ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον, ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν. An dieser Stelle haben Einige verstanden, Kassandra solle von ihren Aeltern keine Mitgift (ἐπιμείλια) erhalten; aber s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle: ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστευόμενοι· διὸ οὗτος ὑποσχόμενος ἐξελάσαι τοὺς Ἕλληνας ἀνάεδνον αἰτεῖ την Κασσάνδραν; vgl. Scholl. Aristonic. 9, 146 u. Lehrs Aristarch. p. 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάεδνος: ἡ, ἄνευ δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, ἄνευ νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 (ἔνθα ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει ἀνέκθλιπτος πρὸ τοῦ ε ἕνεκα τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. ἀνάελπτος: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, ἐπειδὴ ἔεδνα εἶναι ὁ κοινότερος τύπος παρ’ Ὁμ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans présent de noce (du fiancé).
Étymologie: ἀνά, ἕδνον.