3,251,689
edits
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμφοβος''': -ον, ὁ ἐμποιῶν φόβον, Λατ. formidolosus, αἱ γὰρ ἔμφοβοι θεαὶ σφ’ ἔχουσι Σοφ. Ο. Κ. 39. ΙΙ. παθ., ὁ ἐν φόβῳ, πεφοβημένος, [[ἔντρομος]], Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΘ΄, 24). - Ἐπίρρ. -βως, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ὀρρωδέως]]. | |lstext='''ἔμφοβος''': -ον, ὁ ἐμποιῶν φόβον, Λατ. formidolosus, αἱ γὰρ ἔμφοβοι θεαὶ σφ’ ἔχουσι Σοφ. Ο. Κ. 39. ΙΙ. παθ., ὁ ἐν φόβῳ, πεφοβημένος, [[ἔντρομος]], Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΘ΄, 24). - Ἐπίρρ. -βως, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ὀρρωδέως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui inspire la crainte, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φόβος]]. | |||
}} | }} |