3,277,700
edits
(6_19) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠπόθητος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, πολὺ [[ποθητός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9301· ἴδε [[πολυδίψιος]]. | |lstext='''πολῠπόθητος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, πολὺ [[ποθητός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9301· ἴδε [[πολυδίψιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυπόθητος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πάρα]] πολύ [[ποθητός]], αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τον ξαναδεί ή να τον ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη [[μέρα]] της Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν [[μητέρα]] μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί έντονη [[επιθυμία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυποθήτως]] Μ<br />με πολύ ισχυρό πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>πόθητος</i>]. | |||
}} | }} |