θηρίδιον: Difference between revisions

2b
(6_22)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θηρίον]], ἐν τῷ πληθ. animalculae, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 8, 3.
|lstext='''θηρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θηρίον]], ἐν τῷ πληθ. animalculae, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 8, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''θηρίδιον:''' τό зверок Plut.
}}
}}