κατάκλυσμα: Difference between revisions

19
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκλυσμα''': τό, καθάρσιον ἢ [[κλύσμα]], Ἱππ. 338. 27.
|lstext='''κατάκλυσμα''': τό, καθάρσιον ἢ [[κλύσμα]], Ἱππ. 338. 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκλυσμα]], τὸ (Α) [[κατακλύζω]]<br />το καθάρσιο ή το [[κλύσμα]].
}}
}}