3,277,172
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰάπτω''': μέλλ. -ψω· (ἴδε ἐν τέλει)· - [[πέμπω]], [[ῥίπτω]], ὡς τὸ [[προϊάπτω]]· ὁ Ὅμηρ. ἔχει τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] μόνον ἐν τῇ φράσει, κατὰ [[χρόα]] καλὸν ἰάπτειν (δηλ. τὰς χεῖρας), ἐκτείνειν τὰς χεῖρας κατὰ τοῦ ὡραίου σώματος, δηλ. τύπτειν τὸ [[στῆθος]] ἐκ θλίψεως, ὡς τὸ κόπτεσθαι, (ἀλλὰ κατ’ Εὐστάθ. τὸ ἰάπτειν [[ἐνταῦθα]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] «τὸ διαφθείριν καὶ βλάπτειν»), Ὀδ. Β. 376, Δ. 749· - βραδύτερον, [[ῥίπτω]], [[ἐξακοντίζω]], βέλη εἴς τινα Αἰσχύλ. Ἀγ. 510· χερμάδα ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 297· [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὴν ἰάψειν, ὅτι θὰ ῥίψῃ τὴν κεφαλήν του πρὸ τῶν πυλῶν, [[αὐτόθι]] 525· - μεταφ., ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ.. ἰάπτων ([[οὕτως]] ὁ Fec. Voss ἀντὶ τῆς γραφῆς τοὺ Ἀντιγράφου, [[ἐπιτύμβιος]] [[αἶνος]], ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1547· ψόγον ἰ. ἐπί τινι Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 9· ἰάπτειν ὀρχήματα, ἄρχεσθαι ὀρχημάτων, Σοφ. Αἴ. 700. - Παθ., ἐπί τινι ἰάπτεται βέλη Αἰσχύλ. Θήβ. 544. 2) σπανίως μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ὡς τὸ [[ἰάλλω]] 2, λόγοις ἰάπτειν τινά, προσβάλλειν τινὰ διὰ λόγων, Σοφ. Αἴ. 501· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, [[τραυματίζω]], [[βλάπτω]], [[ἔγχος]] [[χρόα]] ἴαψεν Κόϊντ. Σμ. 6. 546· ἐς [[ὀστέον]] ἄχρις ἰάπτειν τινὰ Θεόκρ. 3. 17· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν [[ἦτορ]] Μόσχ. 4. 39· ἴδε [[περιιάπτω]], καὶ πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 455, 481· οὓς [[γῆρας]] ἰάπτει Ἀνθ. Π. 11. 389· - [[ὡσαύτως]], [[βλάπτω]], ματαιώνω, ναυτιλίην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. ἑαυτόν), ὁρμῶ, [[σπεύδω]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 547. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΙΑΠ, = Λατ. jac-io, ? π. ΙΙ: - [[ἐντεῦθεν]] [[ἴαμβος]]). | |lstext='''ἰάπτω''': μέλλ. -ψω· (ἴδε ἐν τέλει)· - [[πέμπω]], [[ῥίπτω]], ὡς τὸ [[προϊάπτω]]· ὁ Ὅμηρ. ἔχει τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] μόνον ἐν τῇ φράσει, κατὰ [[χρόα]] καλὸν ἰάπτειν (δηλ. τὰς χεῖρας), ἐκτείνειν τὰς χεῖρας κατὰ τοῦ ὡραίου σώματος, δηλ. τύπτειν τὸ [[στῆθος]] ἐκ θλίψεως, ὡς τὸ κόπτεσθαι, (ἀλλὰ κατ’ Εὐστάθ. τὸ ἰάπτειν [[ἐνταῦθα]] σημαίνει [[ἁπλῶς]] «τὸ διαφθείριν καὶ βλάπτειν»), Ὀδ. Β. 376, Δ. 749· - βραδύτερον, [[ῥίπτω]], [[ἐξακοντίζω]], βέλη εἴς τινα Αἰσχύλ. Ἀγ. 510· χερμάδα ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 297· [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὴν ἰάψειν, ὅτι θὰ ῥίψῃ τὴν κεφαλήν του πρὸ τῶν πυλῶν, [[αὐτόθι]] 525· - μεταφ., ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ.. ἰάπτων ([[οὕτως]] ὁ Fec. Voss ἀντὶ τῆς γραφῆς τοὺ Ἀντιγράφου, [[ἐπιτύμβιος]] [[αἶνος]], ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1547· ψόγον ἰ. ἐπί τινι Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 9· ἰάπτειν ὀρχήματα, ἄρχεσθαι ὀρχημάτων, Σοφ. Αἴ. 700. - Παθ., ἐπί τινι ἰάπτεται βέλη Αἰσχύλ. Θήβ. 544. 2) σπανίως μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ὡς τὸ [[ἰάλλω]] 2, λόγοις ἰάπτειν τινά, προσβάλλειν τινὰ διὰ λόγων, Σοφ. Αἴ. 501· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, [[τραυματίζω]], [[βλάπτω]], [[ἔγχος]] [[χρόα]] ἴαψεν Κόϊντ. Σμ. 6. 546· ἐς [[ὀστέον]] ἄχρις ἰάπτειν τινὰ Θεόκρ. 3. 17· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., ἰάπτομαι ἄλγεσιν [[ἦτορ]] Μόσχ. 4. 39· ἴδε [[περιιάπτω]], καὶ πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 455, 481· οὓς [[γῆρας]] ἰάπτει Ἀνθ. Π. 11. 389· - [[ὡσαύτως]], [[βλάπτω]], ματαιώνω, ναυτιλίην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. ἑαυτόν), ὁρμῶ, [[σπεύδω]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 547. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΙΑΠ, = Λατ. jac-io, ? π. ΙΙ: - [[ἐντεῦθεν]] [[ἴαμβος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἰάψω;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter : κατὰ [[χρόα]] (<i>s.e.</i> [[τὰς]] χεῖρας) OD jeter ses mains sur son corps, <i>càd</i> se déchirer la chair de ses mains ; [[πρόσθε]] πυλᾶν κεφαλὰν ἰ. ESCHL se briser <i>litt.</i> se jeter la tête contre les portes;<br /><b>2</b> lancer, envoyer : ἰ. βέλη [[εἴς]] τινα ESCHL, [[ἐπί]] τινι ESCHL lancer des traits contre qqn ; ἰ. ὀρχήματα SOPH commencer les danses;<br /><b>3</b> poursuivre, atteindre, blesser, acc. ; <i>fig.</i> λόγοις ἰ. τινά SOPH déchirer qqn par de mauvaises paroles;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s’élancer, se précipiter.<br />'''Étymologie:''' R. Ἰαπ, développ. de la R. Ἰa, aller. | |||
}} | }} |