ποιμαίνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποιμαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· ([[ποιμήν]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[βόσκω]], καὶ περιποιοῦμαι, ὡς οἱ ποιμένες τὰ ποίμνια αὐτῶν, μῆλα Ὀδ. Ι. 188· ἄρνας Ἡσ. Θ. 23· ποίμνας Εὐρ. Κύκλ. 26· πρόβατα Πλάτ. Πολ. 345C· ― [[ὡσαύτως]] [[ποιμαίνω]] ἐπ’ [[ὄεσσι]], εἶμαι ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Ζ. 25, Λ. 106· καὶ ἀπολ., [[βόσκω]], περιποιοῦμαι ποίμνια, Λυσί. 159. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Θεόκρ. 11. 65· ― Παθ., ὡς τὸ νέμομαι, βόσκομαι, πλανῶμαι ἀνὰ τὰς [[βοσκάς]], ἐπὶ ποιμνίων, Ἰλ. Λ. 245, Εὐρ. Ἄλκ. 579· μεταφορ., ἐπὶ ὀνείρων, Μόσχ. 2. 5 ([[ἔνθα]] ἄλλοι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς μέσ. [[μετὰ]] ὑποκειμένου τοῦ [[ὕπνος]]). 2) ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 249, πᾶς πεποίμανται [[τόπος]], πᾶσα [[χώρα]] ἀνηρευνήθη (ὡς ὑπὸ ποιμένος ζητοῦντος τὸ ἀπολωλὸς [[αὐτοῦ]] [[πρόβατον]]). ΙΙ. μεταφορ., περιποιοῦμαι, [[ἐπιμέλομαι]], ὡς τὸ [[θεραπεύω]], ζωᾶς λωτὸν Πινδ. Ι. 5 (4). 14, πρβλ. Dissen εἰς Ν. 8. 6· ἱκέτην Αἰσχύλ. Εὐμ. 91· τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Λῦσις 209Α· θεσμὸν Ἀνθ. Π. 12. 99. 2) ὁδηγῶ, διοικῶ, στρατὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 744· ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι (διάφ. γραφ. ἐκύμαινον) Λουκ. Ἔρωτ. 6. ― πρβλ. [[ποιμήν]]. 3) ὡς τὸ βουκολεῖν, [[πραΰνω]], ἐξαπατῶ, Λατ. pascere, lactare, fallere, ἔρωτα π. Θεόκρ. 11. 80· ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Λουκ. Ἔρωτ. 51· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], πλανῶ, ἀπατῶ, Εὐρ. Ἱππ. 153 ([[οὕτως]] ὁ Σχολ. ἀντὶ τοῦ πημαίνει).
|lstext='''ποιμαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· ([[ποιμήν]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[βόσκω]], καὶ περιποιοῦμαι, ὡς οἱ ποιμένες τὰ ποίμνια αὐτῶν, μῆλα Ὀδ. Ι. 188· ἄρνας Ἡσ. Θ. 23· ποίμνας Εὐρ. Κύκλ. 26· πρόβατα Πλάτ. Πολ. 345C· ― [[ὡσαύτως]] [[ποιμαίνω]] ἐπ’ [[ὄεσσι]], εἶμαι ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Ζ. 25, Λ. 106· καὶ ἀπολ., [[βόσκω]], περιποιοῦμαι ποίμνια, Λυσί. 159. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Θεόκρ. 11. 65· ― Παθ., ὡς τὸ νέμομαι, βόσκομαι, πλανῶμαι ἀνὰ τὰς [[βοσκάς]], ἐπὶ ποιμνίων, Ἰλ. Λ. 245, Εὐρ. Ἄλκ. 579· μεταφορ., ἐπὶ ὀνείρων, Μόσχ. 2. 5 ([[ἔνθα]] ἄλλοι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς μέσ. [[μετὰ]] ὑποκειμένου τοῦ [[ὕπνος]]). 2) ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 249, πᾶς πεποίμανται [[τόπος]], πᾶσα [[χώρα]] ἀνηρευνήθη (ὡς ὑπὸ ποιμένος ζητοῦντος τὸ ἀπολωλὸς [[αὐτοῦ]] [[πρόβατον]]). ΙΙ. μεταφορ., περιποιοῦμαι, [[ἐπιμέλομαι]], ὡς τὸ [[θεραπεύω]], ζωᾶς λωτὸν Πινδ. Ι. 5 (4). 14, πρβλ. Dissen εἰς Ν. 8. 6· ἱκέτην Αἰσχύλ. Εὐμ. 91· τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Λῦσις 209Α· θεσμὸν Ἀνθ. Π. 12. 99. 2) ὁδηγῶ, διοικῶ, στρατὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 744· ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι (διάφ. γραφ. ἐκύμαινον) Λουκ. Ἔρωτ. 6. ― πρβλ. [[ποιμήν]]. 3) ὡς τὸ βουκολεῖν, [[πραΰνω]], ἐξαπατῶ, Λατ. pascere, lactare, fallere, ἔρωτα π. Θεόκρ. 11. 80· ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Λουκ. Ἔρωτ. 51· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]], πλανῶ, ἀπατῶ, Εὐρ. Ἱππ. 153 ([[οὕτως]] ὁ Σχολ. ἀντὶ τοῦ πημαίνει).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ποιμανῶ;<br /><b>1</b> faire paître, mener paître, acc. ; <i>Pass.</i> être conduit au pâturage, paître ; <i>avec le n. de lieu pour suj.</i> être choisi <i>ou</i> parcouru comme lieu de pâturage ; <i>fig.</i> χθονὸς [[πᾶς]] πεποίμανται [[τόπος]] ESCHL j’ai parcouru toutes les régions de la terre ; <i>fig.</i> nourrir, élever, soigner;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> être pâtre, berger.<br />'''Étymologie:''' [[ποιμήν]].
}}
}}