σάκτας: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάκτας''': -ου, ὁ, ([[σάττω]]) [[σάκκος]], [[ἔπειτα]] ταῦτ’ ἤγγιζεν εἰς σάκταν τινὰ Ἀριστοφ. Πλ. 681, [[Πολυδ]]. Γ΄, 155, Ι΄, 64. ΙΙ. πρβλ. [[σάκανδρος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάκτας]]· ὁ [[θύλακος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
|lstext='''σάκτας''': -ου, ὁ, ([[σάττω]]) [[σάκκος]], [[ἔπειτα]] ταῦτ’ ἤγγιζεν εἰς σάκταν τινὰ Ἀριστοφ. Πλ. 681, [[Πολυδ]]. Γ΄, 155, Ι΄, 64. ΙΙ. πρβλ. [[σάκανδρος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάκτας]]· ὁ [[θύλακος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />sac.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]].<br /><span class="bld">2</span>α (ὁ) :<br />médecin.<br />'''Étymologie:''' mot béotien.
}}
}}