3,274,873
edits
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδομαθής''': -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ [[αὐτοῦ]] ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. [[πρός]] τι ([[ἐνταῦθα]] σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· [[περί]] τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3. | |lstext='''παιδομαθής''': -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ [[αὐτοῦ]] ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. [[πρός]] τι ([[ἐνταῦθα]] σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· [[περί]] τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παιδομαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε [[κάτι]] από την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε [[κάτι]] πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])]. | |||
}} | }} |