χειροτεχνικός: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροτεχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Β΄ , 148. | |lstext='''χειροτεχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Β΄ , 148. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les arts manuels;<br /><b>2</b> habile dans un art manuel;<br /><i>Sp.</i> χειροτεχνικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilful, Ar.V.1276 (Sup.). 2 handicraftsmen or artisans, συμβόλαια Pl.R.425d: ἡ χειροτεχνική (sc. τέχνη),
A = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv. -κῶς Il.2.148.
German (Pape)
[Seite 1347] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. τέχνη, Polit. 259 c.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτεχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = χειροτεχνία, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄ , 148.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les arts manuels;
2 habile dans un art manuel;
Sp. χειροτεχνικώτατος.
Étymologie: χειροτέχνης.