σκάλα: Difference between revisions

2,468 bytes added ,  29 September 2017
37
(6_10)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάλα''': ἡ, = τῷ Λατ. scala, κλῖμαξ, [[ἀναβάθρα]] πλοίου, κτλ., [[Πολυδ]]. Α΄, 93, Βυζ.· - ἐν Θεοφ. Κοντ. 687 φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἀναβολέα (ὡς καὶ νῦν ἔτι).
|lstext='''σκάλα''': ἡ, = τῷ Λατ. scala, κλῖμαξ, [[ἀναβάθρα]] πλοίου, κτλ., [[Πολυδ]]. Α΄, 93, Βυζ.· - ἐν Θεοφ. Κοντ. 687 φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἀναβολέα (ὡς καὶ νῦν ἔτι).
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και πιθ. τ. [[σκάλη]] Α<br /><b>1.</b> [[κλίμακα]] («κάν' τα τα μαλλιά σου, κάν' τα, κάν' τα [[σκάλα]] ν' ανεβώ», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> ο εξαρτημένος από τη [[σέλα]] [[μεταλλικός]] [[κρίκος]], όπου πατούν οι ιππείς για να ανέβουν στο [[άλογο]] και στηρίζουν τα πόδια τους [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ιππασίας, [[αναβατήρας]], [[αναβολέας]] («χάνει τσι σκάλες και τσι δυο το χαλινάρ' αφήκε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[βαθμίδα]] κλίμακας («έχει σκάλες τα μαλλιά του» — τά έχει κατσαρά)<br /><b>2.</b> [[βαθμίδα]] κλίμακας, [[σκαλί]]<br /><b>3.</b> η [[μουσική]] [[κλίμακα]]<br /><b>4.</b> [[φυσικός]] ή [[τεχνητός]] [[παραθαλάσσιος]] [[τόπος]] όπου αγκυροβολούν τα πλοία, [[λιμάνι]], όρμος<br /><b>5.</b> [[στάθμευση]] πλοίου σε [[λιμάνι]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] του λιμένα αναχώρησης και του λιμένα τελικού προορισμού<br /><b>6.</b> [[αποβάθρα]]<br /><b>7.</b> καθεμιά από τις θέσεις στις οποίες σταματά ο [[επικρουστήρας]], ο [[μοχλός]] του όπλου που πυροδοτεί τα βλήματα<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[διαβάθμιση]] («τα φώτα του αυτοκινήτου έχουν [[τρεις]] σκάλες»)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «Σκάλα του Μιλάνου» — ένα από τα μεγαλύτερα και περιφημότερα λυρικά θέατρα του κόσμου που βρίσκεται στο Μιλάνο της Ιταλίας<br />β) <b>μτφ.</b> «τον περνάει πολλές σκάλες» — [[είναι]] πολύ [[ανώτερος]] ή ικανότερός του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>scala</i> «[[κλίμακα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>scando</i> «[[ανεβαίνω]]»)].
}}
}}